αποσύρω — αποσύρω, απέσυρα (σπάν. απόσυρα) βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσύρω — όσυρα, ύρθηκα, υρμένος 1. αποτραβώ, απομακρύνω: Αποφάσισαν να αποσύρουν το παιδί τους από το σχολειό που φοιτά. 2. παίρνω πίσω κάτι που έχω καταθέσει: Θα αποσύρει τα χρήματά της από την τράπεζα. 3. το μέσ., αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσεσυρμένα — ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέσυρεν — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd pl (epic) ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away aor ind act 3rd sg ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένον — ἀποσύρω tear away perf part mp masc acc sg ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρέντα — ἀποσύρω tear away aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποσύρω tear away aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσύρη — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένου — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένῳ — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρείς — ἀποσύρω tear away aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)